- γυναικισις
- γυναίκισιςγῠναίκῐσις-εως ἥ подражание женщинам Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
γυναίκισις — γυναίκισις, η (Α) [γυναικίζω] θηλυπρεπής συμπεριφορά … Dictionary of Greek
γυναίκισις — womanish behaviour fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικίσεως — γυναικίσεω̆ς , γυναίκισις womanish behaviour fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)